- τεκτονεῖον
- τεκτον-εῖον, τό,A workshop of a carpenter, Aeschin.1.124, Inscr.Délos1417Bii 163 (ii B.C.), Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τεκτονεῖον — workshop of a carpenter neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκτονείον — τὸ, Α [τέκτων, ονος] εργαστήριο τέκτονα, ξυλουργείο … Dictionary of Greek